- κυλοιδιώ
- κυλοιδιῶ, -άω (Α)1. έχω πρησμένα τα μέρη κάτω από τα βλέφαρα, έχω μαύρους κύκλους ή πρηξίματα κάτω από τα μάτια2. έχω πρησμένο πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον «κοιλότητα κάτω από το μάτι» + οἰδιῶ «πρήζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυλοιδιῶ — κυλοιδιάω have a swelling below the eye pres imperat mp 2nd sg κυλοιδιάω have a swelling below the eye pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κυλοιδιάω have a swelling below the eye pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κυλοιδιάω have a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)